φωτορεπόρτερ

φωτορεπόρτερ
ο, η, Ν
άκλ. φωτογράφος επικαίρων για δημοσίευση σε εφημερίδες και περιοδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + ρεπόρτερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτορεπόρτερ — ο ειδικός φωτογράφος που έργο του έχει τη φωτογράφηση διάφορων επίκαιρων γεγονότων για δημοσίευσή τους στον τύπο (εφημερίδες, περιοδικά κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… …   Dictionary of Greek

  • Μάρος, Βασίλης — (Αθήνα 1929 – 2002). Παραγωγός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε φωτογραφία στη σχολή Μάγιερ, στο Μόναχο και κινηματογράφο στην Ιταλία και την Αγγλία. Εργάστηκε ως φωτορεπόρτερ σε ευρωπαϊκά έντυπα και ως διευθυντής φωτογραφίας σε… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”